- παγιότητα
- η (ΑΜ παγιότης, -ητος) [πάγιος]η ιδιότητα τού πάγιου, η στερεότητα, η σταθερότητα, η ευστάθεια, η μονιμότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγιότητα — παγιότης certainty fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοχή — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… … Dictionary of Greek